μπατσίζω

μπατσίζω
μετ. давать пощёчину, оплеуху; надавать оплеух

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπατσίζω" в других словарях:

  • μπατσίζω — μπατσίζω, μπάτσισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπατσίζω — (Μ μπατσίζω) [μπάτσος] δίνω μπάτσους, χαστουκίζω …   Dictionary of Greek

  • μπατσίζω — μπάτσισα, μπατσίστηκα, μπατσισμένος, χαστουκίζω, σκαμπιλίζω: Μια φορά με μπάτσισε ο πατέρας μου γιατί του είχα πει ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσσίζω — (I) βλ. κοσίζω. (II) κοσσίζω (Α) [κόσσος] ραπίζω, κολαφίζω, μπατσίζω …   Dictionary of Greek

  • μπάτσισμα — το [μπατσίζω] χαστούκισμα …   Dictionary of Greek

  • μπατσιά — η [μπάτσος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατσίζω («τ όνομά μου; θέλεις να σ τό χτυπήσω στη μούρη και να στράψει στο μάγουλό σου σαν μπατσιά;», Ψυχάρ.) …   Dictionary of Greek

  • ραπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, χτυπώ στο πρόσωπο με την παλάμη, μπατσίζω: Άνθρωπος που άλλοτε δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, τώρα τον ζύγωσε και τον ράπισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαμπιλίζω — ισα, μπατσίζω, χαστουκίζω: Μετάνιωσε που σκαμπίλισε το μαθητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»